κιτροπαραγωγός

κιτροπαραγωγός
ός , όν 1. производящий цитроны (о местности);
2. (ο ) тот, кто выращивает цитроны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κιτροπαραγωγός" в других словарях:

  • κιτροπαραγωγός — ό 1. (για τόπο) αυτός που παράγει άφθονα κίτρα ή αυτός που προσφέρεται για καλλιέργεια κίτρων 2. το αρσ. ως ουσ. ο κιτροπαραγωγός ο καλλιεργητής τού δέντρου κιτριά …   Dictionary of Greek

  • κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»